Οι ερευνητές, με επικεφαλής την ενδοκρινολόγο δρα Ναν Χι Κιμ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κορέας στο Ανσάν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας για θέματα κλινικής ενδοκρινολογίας και μεταβολισμού “Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism” μελέτησαν 1.620 άτομα ηλικίας 47 έως 59 ετών.
Οι συμμετέχοντες απάντησαν για τις συνήθειες και την ποιότητα του ύπνου τους, ενώ υποβλήθηκαν επίσης σε τεστ αίματος και άλλες εξετάσεις. Από τους 1.620, οι 480 ταξινομήθηκαν ως πρωινοί χρονότυποι, ως 95 ως νυχτερινοί και οι υπόλοιποι ως τίποτε από τα δύο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι βραδινοί τύποι ήταν πιθανότερο να κάνουν κακό ύπνο και να ακολουθούν ανθυγιεινές συμπεριφορές (κάπνισμα, καθιστική ζωή, φαγητό αργά τη νύχτα κ.α.), από ό,τι οι πρωινοί τύποι. Οι νυχτερινοί τύποι είχαν επίσης υψηλότερα επίπεδα λιπιδίων (χοληστερόλης) και τριγλυκεριδίων στο αίμα τους.
Κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι που έμεναν ξύπνιοι έως αργά το βράδυ, είχαν 1,7 μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 και μεταβολικό σύνδρομο (υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλό σάκχαρο, πάχος στην κοιλιά), τα οποία, ιδίως όταν συνδυάζονται, αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Οι βραδινοί τύποι είχαν επίσης 3,2 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν σαρκοπενία (μυική απώλεια), σε σχέση με τους πρωινούς τύπους. Μεταξύ των δύο φύλων, οι άνδρες που ξενυχτάνε, έχουν 2,9 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για διαβήτη και 3,8 φορές για σαρκοπενία (έναντι 2,2 των γυναικών νυχτερινών τύπων).
Ο χρονότυπος ενός ανθρώπου καθορίζεται από το βιολογικό ″ρολόι″ του, το οποίο εξαρτάται από γενετικούς παράγοντες, την ηλικία, το φύλο, το περιβάλλον κ.α., ενώ μπορεί να τροποποιηθεί στην πορεία της ζωής από παράγοντες όπως η σωματική άσκηση και η διατροφή. Η λήψη μελατονίνης, μιας φυσικής χημικής ουσίας, βοηθά τους ανθρώπους να κοιμούνται και γι’ αυτό συνίσταται στους βραδινούς τύπους.
Τηλεόραση και πρωινό
Μια άλλη αμερικανική επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής τη δρα Μπόνι Ροκέτε-Βάγκνερ του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Diabetologia” της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Μελέτη του Διαβήτη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάθε παραπάνω ώρα καθημερινής παρακολούθησης τηλεόρασης αυξάνει 3,4% κατά μέσο όρο τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Η έρευνα, που διήρκεσε τρία έτη και ήταν η πιο μακρόχρονη του είδους της μέχρι σήμερα, αφορούσε 3.234 υπέρβαρα άτομα ηλικίας άνω των 25 ετών. Η αναλογική αύξηση του κινδύνου από την καθιστική ζωή μπροστά στην τηλεόραση αποδείχτηκε άσχετη από την ηλικία του ατόμου και το πόσο ασκείται.
Μια τρίτη ισραηλινοσουηδική έρευνα, που δημοσιεύθηκε επίσης στο “Diabetologia”, διαπίστωσε ότι οι διαβητικοί που τρώνε καλό πρωινό και λιγοστό βραδινό, ελέγχουν καλύτερα το σάκχαρό τους, από ό,τι όσοι κάνουν το αντίθετο, δηλαδή τρώνε λίγο το πρωί και πολύ το βράδυ – και αυτό ισχύει άσχετα από το αν θερμίδες που καταναλώνονται, είναι ίδιες και στις δύο περιπτώσεις.
Η μελέτη έγινε με τη συμμετοχή 18 ενηλίκων εθελοντών με διαβήτη τύπου 2, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και κλήθηκαν να καταναλώνουν συνολικά 1.500 θερμίδες, είτε τις περισσότερες με το πρωινό, είτε με το δείπνο. Αν και χρειάζεται επιβεβαίωση με μεγαλύτερο δείγμα συμμετεχόντων, φαίνεται πως ένα καλό πρωινό είναι πολύ καλύτερο από ένα καλό βραδινό, τουλάχιστον για έναν διαβητικό ή κάποιον που κινδυνεύει από διαβήτη.