Η θεραπεία αυτή αποσκοπεί στο να βοηθήσει ένα άτομο να συσχετίζει την κρεβατοκάμαρά του μόνο με τον ύπνο, αντί του αισθήματος της στεναχώριας και μιζέριας που προκαλεί η αϋπνία.
Μάλιστα, όπως αναφέρει δημοσίευμα της MailOnline, οι ερευνητές βρήκαν ότι αν η διαταραχή αυτή θεραπευθεί προτού γίνει χρόνια, σχεδόν τα τρία τέταρτα των ανθρώπων μπορούν να δουν βελτιώσεις μέσα σε διάστημα τριών μηνών.
Η αϋπνία είναι ένα ιατρικό πρόβλημα, κατά το οποίο οι άνθρωποι δυσκολεύονται να κοιμηθούν, ξυπνούν κατά τη διάρκεια της νύχτας ή πάρα πολύ νωρίς, και αυτό επηρεάζει τη διάθεσή τους και την ικανότητά τους να λειτουργούν κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Οι ερευνητές ισχυρίζονται, ότι τα ευρήματα της μελέτης αυτής είναι πολύ σημαντικά, καθώς εκείνοι που βρίσκονται στο στάδιο μετάβασης από οξεία σε χρόνια αϋπνία είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην εμφάνισης κατάθλιψης εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν με τον ύπνο τους.
«Το διάστημα μεταξύ δύο εβδομάδων και τριών μηνών ονομάζεται οξεία φάση. Οτιδήποτε μετά από αυτό είναι η χρόνια φάση» εξήγησε ο συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Jason Ellis από το πανεπιστήμιο Northumbria.
«Η αϋπνία είναι η βιολογική αντίδραση του οργανισμού σε μια στρεσογόνο κατάσταση. Αυτή η κατάσταση μπορεί να είναι κάποιο ιατρικό πρόβλημα, ένα ψυχολογικό πρόβλημα και μπορεί να εμφανιστεί εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων ή προβλημάτων σε μια σχέση. Όλα αυτά μπορούν να προκαλέσουν μια περίοδο αϋπνίας. Μόλις περάσει το όριο των δύο εβδομάδων είναι πρόβλημα, επειδή οι άνθρωποι κανονικά πρέπει να επιστρέφουν στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς μετά τις πρώτες δύο εβδομάδες».
Στο πλαίσιο της μελέτης, ο καθηγητής και η ομάδα του στρατολόγησαν 40 ενήλικες οι οποίοι δήλωσαν ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα αϋπνίας για λιγότερο από τρεις μήνες και δεν λάμβαναν κάποια φαρμακευτική αγωγή για να βοηθηθούν στον ύπνο τους.
Επίσης, κανένας από αυτούς δεν είχε λάβει μέρος σε προηγούμενη φάση σε γνωστική συμπεριφορική θεραπεία.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες (από 9 άντρες και 11 γυναίκες). Όλοι κατέγραψαν την ποιότητα και ποσότητα του ύπνου τους σε ημερολόγια για επτά ημέρες πριν από τη θεραπεία. Επίσης, συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια Insomnia Severity Index, τα οποία μετρούν τη φύση, σοβαρότητα και επίδραση της αϋπνίας τους.
Μία ομάδα έκανε γνωστική συμπεριφορική θεραπεία με τον καθηγητή διάρκειας μίας ώρας και πήραν ένα φυλλάδιο αυτοβοήθειας στο σπίτι, ενώ η ομάδα ελέγχου δεν έλαβε καμία συμπληρωματική θεραπεία.
Μετά τη θεραπεία παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά, ανάμεσα στις δύο ομάδες. Μέσα σε ένα μήνα το 60% των συμμετεχόντων ανέφερε βελτιώσεις στην ποιότητα του ύπνου, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στο 73% μέσα σε τρεις μήνες.
Το 15% των μελών της ομάδας ελέγχου, που δεν έλαβε καμία θεραπεία, ανέφερε βελτίωση του ύπνου, ενώ όταν πληροφορήθηκαν για τα αποτελέσματα της θεραπείας ζήτησαν να υποβληθούν και οι ίδιοι σε αυτή.
Οι θεραπευτικές συνεδρίες περιλάμβαναν εκπαίδευση ύπνου και ατομικές διαφορές στην «ανάγκη ύπνου» σε διαφορετικές στιγμές μέσα στη ημέρα. Ο καθηγητής εισήγαγε στη συνέχεια την αρχή του περιορισμού του ύπνου, που ενθαρρύνει τα άτομα να πηγαίνουν στο κρεβάτι τους μόνο για να κοιμηθούν.
Ο ίδιος εξήγησε ότι πολλές φορές νιώθουμε υπνηλία και όταν πέφτουμε στο κρεβάτι δεν μπορούμε να κοιμηθούμε, με αποτέλεσμα να παραμένουμε ξαπλωμένοι με ένα αίσθημα θυμού. Γι’ αυτό συνέστησε στους συμμετέχοντες να ξαπλώνουν για 15 λεπτά, αλλά αν δε μπορούν να κοιμηθούν να φεύγουν από την κρεβατοκάμαρα.
«Προσπαθούμε να σπάσουμε τη συσχέτιση της κρεβατοκάμαρας με την αίσθηση ότι είσαι κάπου που δε μπορείς να κοιμηθείς. Έτσι θα υπάρχει ένα μόνο ερέθισμα και μία απόκριση: η κρεβατοκάμαρα σημαίνει ύπνος».
Τα συμπεράσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Sleep.