Ο καθηγητής Levitin στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Μακ Γκιλλ αναφέρει τα εξής: «Έχουμε βρει αδιάσειστα στοιχεία ότι η μουσική μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην υγειονομική περίθαλψη είτε πρόκειται για χειρουργεία είτε για οικογενειακές κλινικές.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι καταφέραμε να τεκμηριώσουμε τους νευροχημικούς μηχανισμούς με τους οποίους η μουσική έχει επιπτώσεις σε 4 τομείς: τη διαχείριση της διάθεσης, το άγχος, το ανοσοποιητικό σύστημα και τους κοινωνικούς δεσμούς».
Η ανάλυση που εμφανίζεται στο περιοδικό «Trends in Cognitive Science», στηρίχτηκε στον αυξανόμενο αριθμό των μελετών που αφορούσαν τις θεραπευτικές μεθόδους μέσω μουσικής βάσει στοιχείων (σε αντίθεση με την μουσικοθεραπεία, η οποία είναι κάτι άλλο). Πριν από αυτή την ανάλυση, κανείς δεν είχε αφιερώσει πραγματικά χρόνο για να εξετάσει όλα τα καινούρια αποδεικτικά στοιχεία.
Πράγματι, η μουσική χρησιμοποιείται συχνά για λόγους αυτοθεραπείας. Πολλοί από εμάς ακούμε μουσική προκειμένου να ηρεμήσουμε ή να πάρουμε θάρρος. Και ακούμε μουσική πιο συχνά – αν όχι περισσότερο – απ’ ό,τι καταναλώνουμε καφέ ή αλκοόλ.
Τα οπιοειδή είναι επίσης υπεύθυνα για τις αμέτρητες επιδράσεις της μουσικής στη διάθεση, τον πόνο και την γενική καλή κατάστασή μας παρέχοντας ενδείξεις για τον τρόπο που μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα οφέλη της ακόμα και για το πώς επηρεάζει τη διαδικασία γήρανσης.
Όπως συμβαίνει και σε άλλες ευχάριστες εμπειρίες, υπάρχουν 2 τρόποι για να απολαμβάνετε τη μουσική: περιμένετε να ακούσετε το αγαπημένο σας τραγούδι και στη συνέχεια όντως το ακούτε. Η χημική ουσία του εγκεφάλου ντοπαμίνη, η οποία συνδέεται με την ανταμοιβή, συμμετέχει και στις 2 φάσεις. Οι νευροεπιστήμονες όμως αναρωτιούνται εδώ και δεκαετίες αν υπάρχει κάτι περισσότερο σε αυτό – τι κάνει τη μουσική να προκαλεί ευφορία;
Τα φυσικά οπιοειδή του εγκεφάλου θα μπορούσαν να αποτελέσουν το κλειδί. Η ομάδα του καθηγητή Levitin έδειξε ότι η αναστολή των οπιοειδών σημάτων στον εγκέφαλο με τη χορήγηση ενός φαρμάκου που ονομάζεται ναλτρεξόνη μειώνει το ποσοστό ευχαρίστησης που οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι ένιωθαν ακούγοντας το αγαπημένο τους τραγούδι.
Ωστόσο, εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν την αναμονή του ακούσματος του τραγουδιού, γεγονός που υποδηλώνει ότι, αν και η ντοπαμίνη παίζει ρόλο, τα οπιοειδή κάνουν τη μουσική να επηρεάζει τον εγκέφαλό μας.
Μια πλημμύρα οπιούχων θα εξηγούσε επίσης την επίδραση της μουσικής στο σώμα μας. Το άκουσμα μουσικής είναι γνωστό ότι αυξάνει την αντοχή των ανθρώπων στον πόνο σε τέτοιο βαθμό που, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μειώσει την ανάγκη παυσίπονων όπως η μορφίνη.
Στην ανάλυσή της, η ομάδα του Levitin ερεύνησε πάνω από 400 εργασίες, αναζητώντας μοτίβα επιστημονικών στοιχείων που να υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι η μουσική μπορεί να επηρεάσει τη χημεία του εγκεφάλου με θετικό τρόπο.
Συνέχεια άρθρου εδω
Πηγή: penna.gr